θριάζω

θριάζω
θριάζω (Α)
1. κατέχομαι από μαντική, έκσταση, προφητεύω, μαντεύω
2. μαζεύω φύλλα συκιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θριαί, με τη σημ. «ενθουσιάζω, προφητεύω» και < θρίον, με τη σημ. «συλλέγω φύλλα συκιάς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑπαιθριάσας — ὑπαιθριά̱σᾱς , ὑπό αἰθριάω expose to the air pres part act fem acc pl (doric) ὑπαιθριά̱σᾱς , ὑπό αἰθριάω expose to the air pres part act fem gen sg (doric) ὑπαιθριά̱σᾱς , ὑπό αἰθριάω expose to the air aor part act masc nom/voc sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποθριάζω — ἀποθριάζω (Α) 1. μαδώ τα φύλλα της συκιάς 2. ειρων. ευνουχίζω (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + θριάζω < θρίον «φύλλο συκιάς»] …   Dictionary of Greek

  • ενθρίακτος — ἐνθρίακτος, ον (Α) [θριάζω] ένθεος, εμπνευσμένος, ενθουσιασμένος …   Dictionary of Greek

  • θρίασις — θρίασις, ἡ (Α) ενθουσιασμός, μαντική έκσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριάζω (< θριαί) «βρίσκομαι σε έκσταση, προφητεύω»] …   Dictionary of Greek

  • θριαί — θριαί, αἱ (Α) 1. οι νύμφες τού Παρνασσού, τροφοί τού Απόλλωνος 2. οι ψήφοι, τα χαλικάκια με τα οποία γινόταν η μαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέθηκε από τους αρχαίους με τα θρίαμβος, το αριθμητ. τρεις και, τέλος, με το θρία «φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • θριαστής — θριαστής, ὁ (Α) αυτός που καλλιεργεί συκιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριάζω (< θρίον) «συλλέγω φύλλα συκιάς»] …   Dictionary of Greek

  • ἐνθριάζειν — ἐν θριάζω to be rapt pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”